ευκατάληπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκατάληπτος η ευκατάληπτη το ευκατάληπτο
      γενική του ευκατάληπτου της ευκατάληπτης του ευκατάληπτου
    αιτιατική τον ευκατάληπτο την ευκατάληπτη το ευκατάληπτο
     κλητική ευκατάληπτε ευκατάληπτη ευκατάληπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκατάληπτοι οι ευκατάληπτες τα ευκατάληπτα
      γενική των ευκατάληπτων των ευκατάληπτων των ευκατάληπτων
    αιτιατική τους ευκατάληπτους τις ευκατάληπτες τα ευκατάληπτα
     κλητική ευκατάληπτοι ευκατάληπτες ευκατάληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευκατάληπτος < ευ + καταληπτός

Επίθετο

ευκατάληπτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.