ευθραυστότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθραυστότητα οι ευθραυστότητες
      γενική της ευθραυστότητας των ευθραυστοτήτων
    αιτιατική την ευθραυστότητα τις ευθραυστότητες
     κλητική ευθραυστότητα ευθραυστότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευθραυστότητα < εύθραυστος + -ότητα

Ουσιαστικό

ευθραυστότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του εύθραυστου
    Α, η ηρωίδα μου είναι ένα υπέροχο πλάσμα! Μια τρομερά ζωντανή, αν και μοναχική γυναίκα που ακούει φωνές από αόρατα πρόσωπα και ράβει τα εκπληκτικότερα φορέματα για κούκλες. Είναι πονόψυχη μα την ίδια ώρα ικανή για έγκλημα. Τρυφερή, πονηρή, λαίμαργη, ιδεολόγος, διεστραμμένη. Και σπουδαία καλλιτέχνις επίσης, βασικό κι αυτό. Μ' άλλα λόγια, αξιαγάπητη και αξιομίσητη. Και οπωσδήποτε σπάνια, μέσα στην παράξενη ευθραυστότητά της. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.