ευεργέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευεργέτης οι ευεργέτες
      γενική του ευεργέτη των ευεργετών
    αιτιατική τον ευεργέτη τους ευεργέτες
     κλητική ευεργέτη ευεργέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευεργέτης < αρχαία ελληνική εὐεργέτης < εὖ + ἔργον

Ουσιαστικό

ευεργέτης αρσενικό (θηλυκό: ευεργέτρια & ευεργέτιδα & ευεργέτισσα)

  • που προσφέρει βοήθεια, που κάνει σε κάποιον το καλό

Εκφράσεις

  • εθνικός ευεργέτης: που ωφελεί ολόκληρο έθνος προσφέροντας πολλά
    Ο Γεώργιος Αβέρωφ υπήρξε εθνικός ευεργέτης.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.