ευαγγελίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευαγγελίστρια | οι | ευαγγελίστριες |
| γενική | της | ευαγγελίστριας | των | ευαγγελιστριών |
| αιτιατική | την | ευαγγελίστρια | τις | ευαγγελίστριες |
| κλητική | ευαγγελίστρια | ευαγγελίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευαγγελίστρια < ευαγγελιστής + -τρια
Ουσιαστικό
ευαγγελίστρια θηλυκό
- (θρησκεία) θηλυκό του ευαγγελιστής: χαρακτηρισμός χριστιανής που ανήκει στο ευαγγελικό δόγμα των διαμαρτυρομένων ή στην Ευαγγελική Εκκλησία
Μεταφράσεις
ευαγγελίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.