ευαγγελίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευαγγελίστρια οι ευαγγελίστριες
      γενική της ευαγγελίστριας των ευαγγελιστριών
    αιτιατική την ευαγγελίστρια τις ευαγγελίστριες
     κλητική ευαγγελίστρια ευαγγελίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευαγγελίστρια < ευαγγελιστής + -τρια

Ουσιαστικό

ευαγγελίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.