ετερόπτωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόπτωτος η ετερόπτωτη το ετερόπτωτο
      γενική του ετερόπτωτου της ετερόπτωτης του ετερόπτωτου
    αιτιατική τον ετερόπτωτο την ετερόπτωτη το ετερόπτωτο
     κλητική ετερόπτωτε ετερόπτωτη ετερόπτωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόπτωτοι οι ετερόπτωτες τα ετερόπτωτα
      γενική των ετερόπτωτων των ετερόπτωτων των ετερόπτωτων
    αιτιατική τους ετερόπτωτους τις ετερόπτωτες τα ετερόπτωτα
     κλητική ετερόπτωτοι ετερόπτωτες ετερόπτωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετερόπτωτος < έτερος + πτώση

Επίθετο

ετερόπτωτος, -η, -ο

  1. (γραμματική): αυτός που συντάσσεται με άλλον σε άλλη πτώση.
    οι ετερόπτωτοι ονοματικοί προσδιορισμοί εκφέρονται με πλάγιες πτώσεις.

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.