εσπεραντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εσπεραντικός | η | εσπεραντική | το | εσπεραντικό |
| γενική | του | εσπεραντικού | της | εσπεραντικής | του | εσπεραντικού |
| αιτιατική | τον | εσπεραντικό | την | εσπεραντική | το | εσπεραντικό |
| κλητική | εσπεραντικέ | εσπεραντική | εσπεραντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εσπεραντικοί | οι | εσπεραντικές | τα | εσπεραντικά |
| γενική | των | εσπεραντικών | των | εσπεραντικών | των | εσπεραντικών |
| αιτιατική | τους | εσπεραντικούς | τις | εσπεραντικές | τα | εσπεραντικά |
| κλητική | εσπεραντικοί | εσπεραντικές | εσπεραντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εσπεραντικός < εσπεράντ(ο) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.spe.ɾan.diˈkos/
Μεταφράσεις
εσπεραντικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.