ερωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ερωτισμός | οι | ερωτισμοί |
| γενική | του | ερωτισμού | των | ερωτισμών |
| αιτιατική | τον | ερωτισμό | τους | ερωτισμούς |
| κλητική | ερωτισμέ | ερωτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερωτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική érotisme < érotique < αρχαία ελληνική ἐρωτικός < ἔρως
Ουσιαστικό
ερωτισμός αρσενικό
- στοιχεία που δείχνουν ή δημιουργούν ερωτική διάθεση
- στάση ή συμπεριφορές που σχετίζονται με τη σεξουαλική επιθυμία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έρωτας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.