ερπυστριοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ερπυστριοφόρος | η | ερπυστριοφόρος & ερπυστριοφόρα |
το | ερπυστριοφόρο |
| γενική | του | ερπυστριοφόρου | της | ερπυστριοφόρου & ερπυστριοφόρας |
του | ερπυστριοφόρου |
| αιτιατική | τον | ερπυστριοφόρο | την | ερπυστριοφόρο & ερπυστριοφόρα |
το | ερπυστριοφόρο |
| κλητική | ερπυστριοφόρε | ερπυστριοφόρε & ερπυστριοφόρα |
ερπυστριοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ερπυστριοφόροι | οι | ερπυστριοφόροι & ερπυστριοφόρες |
τα | ερπυστριοφόρα |
| γενική | των | ερπυστριοφόρων | των | ερπυστριοφόρων | των | ερπυστριοφόρων |
| αιτιατική | τους | ερπυστριοφόρους | τις | ερπυστριοφόρους & ερπυστριοφόρες |
τα | ερπυστριοφόρα |
| κλητική | ερπυστριοφόροι | ερπυστριοφόροι & ερπυστριοφόρες |
ερπυστριοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ερπυστριοφόρος < ερπύστρι(α) + -ο- + -φόρος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ερπυστριοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.