ερπυστριοφόρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερπυστριοφόρο τα ερπυστριοφόρα
      γενική του ερπυστριοφόρου των ερπυστριοφόρων
    αιτιατική το ερπυστριοφόρο τα ερπυστριοφόρα
     κλητική ερπυστριοφόρο ερπυστριοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερπυστριοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ερπυστριοφόρος

Ουσιαστικό

ερπυστριοφόρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.