ερημοσπίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ερημοσπίτης οι ερημοσπίτες
      γενική του ερημοσπίτη
    αιτιατική τον ερημοσπίτη τους ερημοσπίτες
     κλητική ερημοσπίτη ερημοσπίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερημοσπίτης < έρημ(ος) + -ο- + σπίτ(ι) + -ης

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɾi.moˈspi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερημοσπίτης

Ουσιαστικό

ερημοσπίτης αρσενικό

Συγγενικά

  • ερημόσπιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.