ερημοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερημοποίηση | οι | ερημοποιήσεις |
| γενική | της | ερημοποίησης* | των | ερημοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ερημοποίηση | τις | ερημοποιήσεις |
| κλητική | ερημοποίηση | ερημοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ερημοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ερημοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η σταδιακή μετατροπή μιας εύφορης) περιοχής σε έρημο
- Αποφάσισαν να τη θυμούνται στις 17 Ιουνίου, την ημέρα που τα Ηνωμένα Έθνη ψήφισαν στο Παρίσι τη Διεθνή Σύμβαση για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης και της Ξηρασίας το 1994. Είκοσι δύο χρόνια μετά, και 20 χρόνια από την έναρξη εφαρμογή της Σύμβασης (1996), η ερημοποίηση παραμένει μια σημαντική περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική απειλή παγκόσμια και περιλαμβάνεται στους αναθεωρημένους Στόχους Αειφορικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών. (*)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έρημος
Μεταφράσεις
ερημοποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.