ερημοκλησιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερημοκλησιά οι ερημοκλησιές
      γενική της ερημοκλησιάς των ερημοκλησιών
    αιτιατική την ερημοκλησιά τις ερημοκλησιές
     κλητική ερημοκλησιά ερημοκλησιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερημοκλησιά < ερημο- + εκκλησιά με αποβολή του αρχικού [e] για αποφυγή της χασμωδίας[1] (το ένα -κ- προέκυψε από ορθογραφική απλοποίηση)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɾi.mo.kliˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερημοκλησιά
τονικό παρώνυμο: ερημοκλήσια

Ουσιαστικό

ερημοκλησιά θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.