ερημοκλησιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερημοκλησιά | οι | ερημοκλησιές |
| γενική | της | ερημοκλησιάς | των | ερημοκλησιών |
| αιτιατική | την | ερημοκλησιά | τις | ερημοκλησιές |
| κλητική | ερημοκλησιά | ερημοκλησιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερημοκλησιά < ερημο- + εκκλησιά με αποβολή του αρχικού [e] για αποφυγή της χασμωδίας[1] (το ένα -κ- προέκυψε από ορθογραφική απλοποίηση)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ɾi.mo.kliˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρη‐μο‐κλη‐σιά
- τονικό παρώνυμο: ερημοκλήσια
Μεταφράσεις
ερημοκλησιά
|
Αναφορές
- ερημοκλησιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.