ερεθιστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερεθιστικότητα οι ερεθιστικότητες
      γενική της ερεθιστικότητας των ερεθιστικοτήτων
    αιτιατική την ερεθιστικότητα τις ερεθιστικότητες
     κλητική ερεθιστικότητα ερεθιστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερεθιστικότητα < ερεθιστικός + -ότητα < αρχαία ελληνική ἐρεθιστικός

Ουσιαστικό

ερεθιστικότητα θηλυκό

  1. η πρόκληση ερεθισμών
  2. η διεγερσιμότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.