εργοστασιάρχισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργοστασιάρχισσα οι εργοστασιάρχισσες
      γενική της εργοστασιάρχισσας των εργοστασιαρχισσών
    αιτιατική την εργοστασιάρχισσα τις εργοστασιάρχισσες
     κλητική εργοστασιάρχισσα εργοστασιάρχισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εργοστασιάρχισσα < εργοστασιάρχης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

εργοστασιάρχισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.