εργοστασιάρχαινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εργοστασιάρχαινα | οι | εργοστασιάρχαινες |
| γενική | της | εργοστασιάρχαινας | — | |
| αιτιατική | την | εργοστασιάρχαινα | τις | εργοστασιάρχαινες |
| κλητική | εργοστασιάρχαινα | εργοστασιάρχαινες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εργοστασιάρχαινα < εργοστασιάρχ(ης) + -αινα
Ουσιαστικό
εργοστασιάρχαινα θηλυκό
- θηλυκό του εργοστασιάρχης
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτρια εργοστασίου
- σύζυγος εργοστασιάρχη
Μεταφράσεις
εργοστασιάρχαινα
|
Πηγές
- λήγουν σε -άρχαινα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.