εργοληψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργοληψία οι εργοληψίες
      γενική της εργοληψίας των εργοληψιών
    αιτιατική την εργοληψία τις εργοληψίες
     κλητική εργοληψία εργοληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εργοληψία < εργολήπ(της) + -σία

Προφορά

ΔΦΑ : /eɾ.ɣo.liˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εργοληψία

Ουσιαστικό

εργοληψία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.