septennat
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| septennat | septennats |
Ουσιαστικό
septennat (fr) αρσενικό
- επταετία
- (ειδικότερα) στη Γαλλία, μέχρι τη δημοσκόπηση του 2000, η διάρκεια της προεδρίας της κυβέρνησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.