επτάωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επτάωρος | η | επτάωρη | το | επτάωρο |
| γενική | του | επτάωρου | της | επτάωρης | του | επτάωρου |
| αιτιατική | τον | επτάωρο | την | επτάωρη | το | επτάωρο |
| κλητική | επτάωρε | επτάωρη | επτάωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επτάωροι | οι | επτάωρες | τα | επτάωρα |
| γενική | των | επτάωρων | των | επτάωρων | των | επτάωρων |
| αιτιατική | τους | επτάωρους | τις | επτάωρες | τα | επτάωρα |
| κλητική | επτάωροι | επτάωρες | επτάωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επτάωρος < επτά- + -ωρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.