εποξικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εποξικός η εποξική το εποξικό
      γενική του εποξικού της εποξικής του εποξικού
    αιτιατική τον εποξικό την εποξική το εποξικό
     κλητική εποξικέ εποξική εποξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εποξικοί οι εποξικές τα εποξικά
      γενική των εποξικών των εποξικών των εποξικών
    αιτιατική τους εποξικούς τις εποξικές τα εποξικά
     κλητική εποξικοί εποξικές εποξικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εποξικός < αγγλική epoxy < epoxide (εποξείδιο)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.po.ksiˈkos/

Επίθετο

εποξικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.