ἐποικοδομή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐποικοδομή | αἱ | ἐποικοδομαί |
| γενική | τῆς | ἐποικοδομῆς | τῶν | ἐποικοδομῶν |
| δοτική | τῇ | ἐποικοδομῇ | ταῖς | ἐποικοδομαῖς |
| αιτιατική | τὴν | ἐποικοδομήν | τὰς | ἐποικοδομᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ἐποικοδομή | ἐποικοδομαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐποικοδομᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐποικοδομαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐποικοδομή < αρχαία ελληνική ἐποικοδομέω < οἶκος + δομέω
Συνώνυμα
- ἐποικοδόμημα
Πηγές
- ἐποικοδομή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.