επιχρωμιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιχρωμιωμένος | η | επιχρωμιωμένη | το | επιχρωμιωμένο |
| γενική | του | επιχρωμιωμένου | της | επιχρωμιωμένης | του | επιχρωμιωμένου |
| αιτιατική | τον | επιχρωμιωμένο | την | επιχρωμιωμένη | το | επιχρωμιωμένο |
| κλητική | επιχρωμιωμένε | επιχρωμιωμένη | επιχρωμιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιχρωμιωμένοι | οι | επιχρωμιωμένες | τα | επιχρωμιωμένα |
| γενική | των | επιχρωμιωμένων | των | επιχρωμιωμένων | των | επιχρωμιωμένων |
| αιτιατική | τους | επιχρωμιωμένους | τις | επιχρωμιωμένες | τα | επιχρωμιωμένα |
| κλητική | επιχρωμιωμένοι | επιχρωμιωμένες | επιχρωμιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιχρωμιωμένος < επι- + χρωμιωμένος
Μεταφράσεις
επιχρωμιωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.