επιχειρηματολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχειρηματολογικός η επιχειρηματολογική το επιχειρηματολογικό
      γενική του επιχειρηματολογικού της επιχειρηματολογικής του επιχειρηματολογικού
    αιτιατική τον επιχειρηματολογικό την επιχειρηματολογική το επιχειρηματολογικό
     κλητική επιχειρηματολογικέ επιχειρηματολογική επιχειρηματολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχειρηματολογικοί οι επιχειρηματολογικές τα επιχειρηματολογικά
      γενική των επιχειρηματολογικών των επιχειρηματολογικών των επιχειρηματολογικών
    αιτιατική τους επιχειρηματολογικούς τις επιχειρηματολογικές τα επιχειρηματολογικά
     κλητική επιχειρηματολογικοί επιχειρηματολογικές επιχειρηματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιχειρηματολογικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

επιχειρηματολογικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.