επισφραγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επισφραγίζω < ελληνιστική κοινή ἐπισφραγίζω
Ρήμα
επισφραγίζω (παθητική φωνή: επισφραγίζομαι)
- ολοκληρώνω μια διαδικασία με κάποια συγκεκριμένη ενέργεια
Συγγενικά
- επισφράγιση
- επισφράγισμα
- επισφραγισμένος
- επισφραγιστικός
- → δείτε τις λέξεις επί, σφραγίζω και σφραγίδα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επισφραγίζω | επισφράγιζα | θα επισφραγίζω | να επισφραγίζω | επισφραγίζοντας | |
| β' ενικ. | επισφραγίζεις | επισφράγιζες | θα επισφραγίζεις | να επισφραγίζεις | επισφράγιζε | |
| γ' ενικ. | επισφραγίζει | επισφράγιζε | θα επισφραγίζει | να επισφραγίζει | ||
| α' πληθ. | επισφραγίζουμε | επισφραγίζαμε | θα επισφραγίζουμε | να επισφραγίζουμε | ||
| β' πληθ. | επισφραγίζετε | επισφραγίζατε | θα επισφραγίζετε | να επισφραγίζετε | επισφραγίζετε | |
| γ' πληθ. | επισφραγίζουν(ε) | επισφράγιζαν επισφραγίζαν(ε) |
θα επισφραγίζουν(ε) | να επισφραγίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επισφράγισα | θα επισφραγίσω | να επισφραγίσω | επισφραγίσει | ||
| β' ενικ. | επισφράγισες | θα επισφραγίσεις | να επισφραγίσεις | επισφράγισε | ||
| γ' ενικ. | επισφράγισε | θα επισφραγίσει | να επισφραγίσει | |||
| α' πληθ. | επισφραγίσαμε | θα επισφραγίσουμε | να επισφραγίσουμε | |||
| β' πληθ. | επισφραγίσατε | θα επισφραγίσετε | να επισφραγίσετε | επισφραγίστε | ||
| γ' πληθ. | επισφράγισαν επισφραγίσαν(ε) |
θα επισφραγίσουν(ε) | να επισφραγίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επισφραγίσει | είχα επισφραγίσει | θα έχω επισφραγίσει | να έχω επισφραγίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επισφραγίσει | είχες επισφραγίσει | θα έχεις επισφραγίσει | να έχεις επισφραγίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επισφραγίσει | είχε επισφραγίσει | θα έχει επισφραγίσει | να έχει επισφραγίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επισφραγίσει | είχαμε επισφραγίσει | θα έχουμε επισφραγίσει | να έχουμε επισφραγίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επισφραγίσει | είχατε επισφραγίσει | θα έχετε επισφραγίσει | να έχετε επισφραγίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επισφραγίσει | είχαν επισφραγίσει | θα έχουν επισφραγίσει | να έχουν επισφραγίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επισφραγίζομαι | επισφραγιζόμουν(α) | θα επισφραγίζομαι | να επισφραγίζομαι | ||
| β' ενικ. | επισφραγίζεσαι | επισφραγιζόσουν(α) | θα επισφραγίζεσαι | να επισφραγίζεσαι | (επισφραγίζου) | |
| γ' ενικ. | επισφραγίζεται | επισφραγιζόταν(ε) | θα επισφραγίζεται | να επισφραγίζεται | ||
| α' πληθ. | επισφραγιζόμαστε | επισφραγιζόμαστε επισφραγιζόμασταν |
θα επισφραγιζόμαστε | να επισφραγιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | επισφραγίζεστε | επισφραγιζόσαστε επισφραγιζόσασταν |
θα επισφραγίζεστε | να επισφραγίζεστε | (επισφραγίζεστε) | |
| γ' πληθ. | επισφραγίζονται | επισφραγίζονταν επισφραγιζόντουσαν |
θα επισφραγίζονται | να επισφραγίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επισφραγίστηκα | θα επισφραγιστώ | να επισφραγιστώ | επισφραγιστεί | ||
| β' ενικ. | επισφραγίστηκες | θα επισφραγιστείς | να επισφραγιστείς | επισφραγίσου | ||
| γ' ενικ. | επισφραγίστηκε | θα επισφραγιστεί | να επισφραγιστεί | |||
| α' πληθ. | επισφραγιστήκαμε | θα επισφραγιστούμε | να επισφραγιστούμε | |||
| β' πληθ. | επισφραγιστήκατε | θα επισφραγιστείτε | να επισφραγιστείτε | επισφραγιστείτε | ||
| γ' πληθ. | επισφραγίστηκαν επισφραγιστήκαν(ε) |
θα επισφραγιστούν(ε) | να επισφραγιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επισφραγιστεί | είχα επισφραγιστεί | θα έχω επισφραγιστεί | να έχω επισφραγιστεί | επισφραγισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις επισφραγιστεί | είχες επισφραγιστεί | θα έχεις επισφραγιστεί | να έχεις επισφραγιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επισφραγιστεί | είχε επισφραγιστεί | θα έχει επισφραγιστεί | να έχει επισφραγιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επισφραγιστεί | είχαμε επισφραγιστεί | θα έχουμε επισφραγιστεί | να έχουμε επισφραγιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επισφραγιστεί | είχατε επισφραγιστεί | θα έχετε επισφραγιστεί | να έχετε επισφραγιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επισφραγιστεί | είχαν επισφραγιστεί | θα έχουν επισφραγιστεί | να έχουν επισφραγιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.