επισφραγίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επισφραγίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισφραγίζω
  2. θα επισφραγίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισφραγίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επισφραγίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επισφράγιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.