αυτεπιστασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτεπιστασία | ||
| γενική | της | αυτεπιστασίας | ||
| αιτιατική | την | αυτεπιστασία | ||
| κλητική | αυτεπιστασία | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fte.pi.staˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τε‐πι‐στα‐σί‐α
Ουσιαστικό
αυτεπιστασία θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
αυτεπιστασία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.