επιστάτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιστάτισσα οι επιστάτισσες
      γενική της επιστάτισσας των επιστατισσών
    αιτιατική την επιστάτισσα τις επιστάτισσες
     κλητική επιστάτισσα επιστάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιστάτισσα < επιστάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

επιστάτισσα θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη  επιστάτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.