επισμάλτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επισμάλτωση | οι | επισμαλτώσεις |
| γενική | της | επισμάλτωσης* | των | επισμαλτώσεων |
| αιτιατική | την | επισμάλτωση | τις | επισμαλτώσεις |
| κλητική | επισμάλτωση | επισμαλτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επισμαλτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
επισμάλτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επισμάλτωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.