επισμάλτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισμάλτωση οι επισμαλτώσεις
      γενική της επισμάλτωσης* των επισμαλτώσεων
    αιτιατική την επισμάλτωση τις επισμαλτώσεις
     κλητική επισμάλτωση επισμαλτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισμαλτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επισμάλτωση < επι- + σμάλτ(ο) + -ωση

Ουσιαστικό

επισμάλτωση θηλυκό

  • επίστρωση επιφάνειας με σμάλτο
    επισμάλτωση πλακιδίων και ειδών υγιεινής στο μπάνιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.