επισκότιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισκότιση οι επισκοτίσεις
      γενική της επισκότισης* των επισκοτίσεων
    αιτιατική την επισκότιση τις επισκοτίσεις
     κλητική επισκότιση επισκοτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισκοτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επισκότιση < ελληνιστική κοινή ἐπισκότισις

Ουσιαστικό

επισκότιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.