επισκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επισκοπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισκοπῶ[1] < σκοπέω / σκοπῶ
Ρήμα
επισκοπώ (παθητική φωνή: επισκοπούμαι)
- (σπάνιο) εξετάζω οπτικώς με συντομία, προβαίνω σε επισκόπηση
Συγγενικά
- επισκόπηση
- → δείτε τις λέξεις επί και σκοπός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επισκοπώ | επισκοπούσα | θα επισκοπώ | να επισκοπώ | επισκοπώντας | |
| β' ενικ. | επισκοπείς | επισκοπούσες | θα επισκοπείς | να επισκοπείς | (επισκόπει) | |
| γ' ενικ. | επισκοπεί | επισκοπούσε | θα επισκοπεί | να επισκοπεί | ||
| α' πληθ. | επισκοπούμε | επισκοπούσαμε | θα επισκοπούμε | να επισκοπούμε | ||
| β' πληθ. | επισκοπείτε | επισκοπούσατε | θα επισκοπείτε | να επισκοπείτε | επισκοπείτε | |
| γ' πληθ. | επισκοπούν(ε) | επισκοπούσαν(ε) | θα επισκοπούν(ε) | να επισκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επισκόπησα | θα επισκοπήσω | να επισκοπήσω | επισκοπήσει | ||
| β' ενικ. | επισκόπησες | θα επισκοπήσεις | να επισκοπήσεις | επισκόπησε | ||
| γ' ενικ. | επισκόπησε | θα επισκοπήσει | να επισκοπήσει | |||
| α' πληθ. | επισκοπήσαμε | θα επισκοπήσουμε | να επισκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | επισκοπήσατε | θα επισκοπήσετε | να επισκοπήσετε | επισκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | επισκόπησαν επισκοπήσαν(ε) |
θα επισκοπήσουν(ε) | να επισκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επισκοπήσει | είχα επισκοπήσει | θα έχω επισκοπήσει | να έχω επισκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επισκοπήσει | είχες επισκοπήσει | θα έχεις επισκοπήσει | να έχεις επισκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επισκοπήσει | είχε επισκοπήσει | θα έχει επισκοπήσει | να έχει επισκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επισκοπήσει | είχαμε επισκοπήσει | θα έχουμε επισκοπήσει | να έχουμε επισκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επισκοπήσει | είχατε επισκοπήσει | θα έχετε επισκοπήσει | να έχετε επισκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επισκοπήσει | είχαν επισκοπήσει | θα έχουν επισκοπήσει | να έχουν επισκοπήσει |
| |
Αναφορές
- επισκοπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.