επισιτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επισιτίζω < αρχαία ελληνική ἐπισιτίζομαι < σῖτος
Συγγενικά
- επισίτιση
- επισιτισμός
- επισιτιστής
- επισιτιστικός
- → δείτε τις λέξεις επί και σίτος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επισιτίζω | επισίτιζα | θα επισιτίζω | να επισιτίζω | επισιτίζοντας | |
| β' ενικ. | επισιτίζεις | επισίτιζες | θα επισιτίζεις | να επισιτίζεις | επισίτιζε | |
| γ' ενικ. | επισιτίζει | επισίτιζε | θα επισιτίζει | να επισιτίζει | ||
| α' πληθ. | επισιτίζουμε | επισιτίζαμε | θα επισιτίζουμε | να επισιτίζουμε | ||
| β' πληθ. | επισιτίζετε | επισιτίζατε | θα επισιτίζετε | να επισιτίζετε | επισιτίζετε | |
| γ' πληθ. | επισιτίζουν(ε) | επισίτιζαν επισιτίζαν(ε) |
θα επισιτίζουν(ε) | να επισιτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επισίτισα | θα επισιτίσω | να επισιτίσω | επισιτίσει | ||
| β' ενικ. | επισίτισες | θα επισιτίσεις | να επισιτίσεις | επισίτισε | ||
| γ' ενικ. | επισίτισε | θα επισιτίσει | να επισιτίσει | |||
| α' πληθ. | επισιτίσαμε | θα επισιτίσουμε | να επισιτίσουμε | |||
| β' πληθ. | επισιτίσατε | θα επισιτίσετε | να επισιτίσετε | επισιτίστε | ||
| γ' πληθ. | επισίτισαν επισιτίσαν(ε) |
θα επισιτίσουν(ε) | να επισιτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επισιτίσει | είχα επισιτίσει | θα έχω επισιτίσει | να έχω επισιτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επισιτίσει | είχες επισιτίσει | θα έχεις επισιτίσει | να έχεις επισιτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επισιτίσει | είχε επισιτίσει | θα έχει επισιτίσει | να έχει επισιτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επισιτίσει | είχαμε επισιτίσει | θα έχουμε επισιτίσει | να έχουμε επισιτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επισιτίσει | είχατε επισιτίσει | θα έχετε επισιτίσει | να έχετε επισιτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επισιτίσει | είχαν επισιτίσει | θα έχουν επισιτίσει | να έχουν επισιτίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.