επισιτιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επισιτιστής οι επισιτιστές
      γενική του επισιτιστή των επισιτιστών
    αιτιατική τον επισιτιστή τους επισιτιστές
     κλητική επισιτιστή επισιτιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επισιτιστής < επισιτίζω + -τής

Ουσιαστικό

επισιτιστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.