επισιτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επισιτίζομαι | επισιτιζόμουν(α) | θα επισιτίζομαι | να επισιτίζομαι | ||
| β' ενικ. | επισιτίζεσαι | επισιτιζόσουν(α) | θα επισιτίζεσαι | να επισιτίζεσαι | (επισιτίζου) | |
| γ' ενικ. | επισιτίζεται | επισιτιζόταν(ε) | θα επισιτίζεται | να επισιτίζεται | ||
| α' πληθ. | επισιτιζόμαστε | επισιτιζόμαστε επισιτιζόμασταν |
θα επισιτιζόμαστε | να επισιτιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | επισιτίζεστε | επισιτιζόσαστε επισιτιζόσασταν |
θα επισιτίζεστε | να επισιτίζεστε | (επισιτίζεστε) | |
| γ' πληθ. | επισιτίζονται | επισιτίζονταν επισιτιζόντουσαν |
θα επισιτίζονται | να επισιτίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επισιτίστηκα | θα επισιτιστώ | να επισιτιστώ | επισιτιστεί | ||
| β' ενικ. | επισιτίστηκες | θα επισιτιστείς | να επισιτιστείς | επισιτίσου | ||
| γ' ενικ. | επισιτίστηκε | θα επισιτιστεί | να επισιτιστεί | |||
| α' πληθ. | επισιτιστήκαμε | θα επισιτιστούμε | να επισιτιστούμε | |||
| β' πληθ. | επισιτιστήκατε | θα επισιτιστείτε | να επισιτιστείτε | επισιτιστείτε | ||
| γ' πληθ. | επισιτίστηκαν επισιτιστήκαν(ε) |
θα επισιτιστούν(ε) | να επισιτιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επισιτιστεί | είχα επισιτιστεί | θα έχω επισιτιστεί | να έχω επισιτιστεί | επισιτισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις επισιτιστεί | είχες επισιτιστεί | θα έχεις επισιτιστεί | να έχεις επισιτιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επισιτιστεί | είχε επισιτιστεί | θα έχει επισιτιστεί | να έχει επισιτιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επισιτιστεί | είχαμε επισιτιστεί | θα έχουμε επισιτιστεί | να έχουμε επισιτιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επισιτιστεί | είχατε επισιτιστεί | θα έχετε επισιτιστεί | να έχετε επισιτιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επισιτιστεί | είχαν επισιτιστεί | θα έχουν επισιτιστεί | να έχουν επισιτιστεί | ||
Μεταφράσεις
επισιτίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.