επιπλοποιείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιπλοποιείο τα επιπλοποιεία
      γενική του επιπλοποιείου των επιπλοποιείων
    αιτιατική το επιπλοποιείο τα επιπλοποιεία
     κλητική επιπλοποιείο επιπλοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιπλοποιείο < έπιπλο + -ο- + -ποιείο

Ουσιαστικό

επιπλοποιείο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.