επιπλοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιπλοποιία οι επιπλοποιίες
      γενική της επιπλοποιίας
    αιτιατική την επιπλοποιία τις επιπλοποιίες
     κλητική επιπλοποιία επιπλοποιίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιπλοποιία < έπιπλο + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό

επιπλοποιία θηλυκό

  1. η τέχνη του επιπλοποιού
  2. το εργαστήρι κατασκευής επίπλου
     συνώνυμα: επιπλοποιείο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.