επιπλάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιπλάδικο | τα | επιπλάδικα |
| γενική | του | επιπλάδικου | των | επιπλάδικων |
| αιτιατική | το | επιπλάδικο | τα | επιπλάδικα |
| κλητική | επιπλάδικο | επιπλάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
επιπλάδικο
|
→ δείτε τη λέξη επιπλοποιείο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.