ψεύτικο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψεύτικο

  1. αιτιατική ενικού του ψεύτικος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ψεύτικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.