επιμόλυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιμόλυνση οι επιμολύνσεις
      γενική της επιμόλυνσης* των επιμολύνσεων
    αιτιατική την επιμόλυνση τις επιμολύνσεις
     κλητική επιμόλυνση επιμολύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιμολύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιμόλυνση < επιμολύν(ω) + -ση

Ουσιαστικό

επιμόλυνση θηλυκό

  1. (ιατρική) η μόλυνση (πληγής, τροφίμων κλπ) με παθογόνους μικροοργανισμούς από το γειτονικό περιβάλλον
      καθαρίζουμε προσεκτικά την πληγή και το δέρμα τριγύρω της για να αποφύγουμε την επιμόλυνση
      δεν αφήνουμε στο ψυγείο χαλασμένα τρόφιμα, για να αποφύγουμε την επιμόλυνση των υπόλοιπων τροφών
  2. (ιατρική) η μόλυνση μιας ουσίας με βλαβερά συστατικά που προέρχονται από το περιβάλλον
      η επιμόλυνση του μητρικού γάλακτος με τοξικές ουσίες που μοιάζουν με τα οιστρογόνα
  3. (γενετική) η εισαγωγή ξένου DNA σε ένα ευκαρυωτικό κύτταρο, όπως συμβαίνει πχ όταν γειτνιάζουν καλλιέργειες συμβατικών φυτών με καλλιέργειες γενετικά τροποιημένων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.