επιμόλυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιμόλυνση | οι | επιμολύνσεις |
| γενική | της | επιμόλυνσης* | των | επιμολύνσεων |
| αιτιατική | την | επιμόλυνση | τις | επιμολύνσεις |
| κλητική | επιμόλυνση | επιμολύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιμολύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιμόλυνση < επιμολύν(ω) + -ση
Ουσιαστικό
επιμόλυνση θηλυκό
- (ιατρική) η μόλυνση (πληγής, τροφίμων κλπ) με παθογόνους μικροοργανισμούς από το γειτονικό περιβάλλον
- ※ καθαρίζουμε προσεκτικά την πληγή και το δέρμα τριγύρω της για να αποφύγουμε την επιμόλυνση
- ※ δεν αφήνουμε στο ψυγείο χαλασμένα τρόφιμα, για να αποφύγουμε την επιμόλυνση των υπόλοιπων τροφών
- (ιατρική) η μόλυνση μιας ουσίας με βλαβερά συστατικά που προέρχονται από το περιβάλλον
- ※ η επιμόλυνση του μητρικού γάλακτος με τοξικές ουσίες που μοιάζουν με τα οιστρογόνα
- (γενετική) η εισαγωγή ξένου DNA σε ένα ευκαρυωτικό κύτταρο, όπως συμβαίνει πχ όταν γειτνιάζουν καλλιέργειες συμβατικών φυτών με καλλιέργειες γενετικά τροποιημένων
Μεταφράσεις
επιμόλυνση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.