ευκαρυωτικός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ευκαρυωτικός < εὖ + αρχαία ελληνική κάρυον

Ουσιαστικό

ευκαρυωτικός αρσενικό

  • κύτταρο το οποίο έχει πλήρως σχηματισμένο πυρήνα

Αντώνυμα

προκαρυωτικό, κύτταρο κύτταρα που δεν έχει σχηματισμένο πυρήνα


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.