επιλεξιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιλεξιμότητα | οι | επιλεξιμότητες |
| γενική | της | επιλεξιμότητας | των | επιλεξιμοτήτων |
| αιτιατική | την | επιλεξιμότητα | τις | επιλεξιμότητες |
| κλητική | επιλεξιμότητα | επιλεξιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιλεξιμότητα < επιλέξιμος + -ότητα
Μεταφράσεις
επιλεξιμότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.