επικονιασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επικονιασμός οι επικονιασμοί
      γενική του επικονιασμού των επικονιασμών
    αιτιατική τον επικονιασμό τους επικονιασμούς
     κλητική επικονιασμέ επικονιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικονιασμός < επικονιάζω < (ελληνιστική κοινή) ἐπικονιῶ < ἐπί + κονία < κόνις

Ουσιαστικό

επικονιασμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.