επικονιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικονιάζω < (ελληνιστική κοινή) ἐπικονιάω/ἐπικονιῶ < ἐπί + κονία παθητική φωνή επικονιάζομαι, μετοχή παθητικού παρακειμένου επικονιασμένος < κόνις < ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ) polliniser
Ρήμα
επικονιάζω
- (βοτανική) εναποθέτω γύρη στο στίγμα του άνθους και συντελώ έτσι στη γονιμοποίηση
- Εδώ και δεκαετίες είναι γνωστό ότι πολλά φυτά επικοινωνούν μέσω χημικών σινιάλων, καθώς και μέσω της άμεσης φυσικής επαφής, προκειμένου να εμποδίσουν την ανάπτυξη των ανταγωνιστών τους ή να προσελκύσουν τα έντομα που τα επικονιάζουν. (*)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επικονιάζω | επικονίαζα | θα επικονιάζω | να επικονιάζω | επικονιάζοντας | |
| β' ενικ. | επικονιάζεις | επικονίαζες | θα επικονιάζεις | να επικονιάζεις | επικονίαζε | |
| γ' ενικ. | επικονιάζει | επικονίαζε | θα επικονιάζει | να επικονιάζει | ||
| α' πληθ. | επικονιάζουμε | επικονιάζαμε | θα επικονιάζουμε | να επικονιάζουμε | ||
| β' πληθ. | επικονιάζετε | επικονιάζατε | θα επικονιάζετε | να επικονιάζετε | επικονιάζετε | |
| γ' πληθ. | επικονιάζουν(ε) | επικονίαζαν επικονιάζαν(ε) |
θα επικονιάζουν(ε) | να επικονιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επικονίασα | θα επικονιάσω | να επικονιάσω | επικονιάσει | ||
| β' ενικ. | επικονίασες | θα επικονιάσεις | να επικονιάσεις | επικονίασε | ||
| γ' ενικ. | επικονίασε | θα επικονιάσει | να επικονιάσει | |||
| α' πληθ. | επικονιάσαμε | θα επικονιάσουμε | να επικονιάσουμε | |||
| β' πληθ. | επικονιάσατε | θα επικονιάσετε | να επικονιάσετε | επικονιάστε | ||
| γ' πληθ. | επικονίασαν επικονιάσαν(ε) |
θα επικονιάσουν(ε) | να επικονιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επικονιάσει | είχα επικονιάσει | θα έχω επικονιάσει | να έχω επικονιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επικονιάσει | είχες επικονιάσει | θα έχεις επικονιάσει | να έχεις επικονιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επικονιάσει | είχε επικονιάσει | θα έχει επικονιάσει | να έχει επικονιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επικονιάσει | είχαμε επικονιάσει | θα έχουμε επικονιάσει | να έχουμε επικονιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επικονιάσει | είχατε επικονιάσει | θα έχετε επικονιάσει | να έχετε επικονιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επικονιάσει | είχαν επικονιάσει | θα έχουν επικονιάσει | να έχουν επικονιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.