επικολυρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικολυρικός η επικολυρική το επικολυρικό
      γενική του επικολυρικού της επικολυρικής του επικολυρικού
    αιτιατική τον επικολυρικό την επικολυρική το επικολυρικό
     κλητική επικολυρικέ επικολυρική επικολυρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικολυρικοί οι επικολυρικές τα επικολυρικά
      γενική των επικολυρικών των επικολυρικών των επικολυρικών
    αιτιατική τους επικολυρικούς τις επικολυρικές τα επικολυρικά
     κλητική επικολυρικοί επικολυρικές επικολυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικολυρικός < επικός + -ο- + λυρικός + -ός

Επίθετο

επικολυρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.