επικαιροποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικαιροποιημένος η επικαιροποιημένη το επικαιροποιημένο
      γενική του επικαιροποιημένου της επικαιροποιημένης του επικαιροποιημένου
    αιτιατική τον επικαιροποιημένο την επικαιροποιημένη το επικαιροποιημένο
     κλητική επικαιροποιημένε επικαιροποιημένη επικαιροποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικαιροποιημένοι οι επικαιροποιημένες τα επικαιροποιημένα
      γενική των επικαιροποιημένων των επικαιροποιημένων των επικαιροποιημένων
    αιτιατική τους επικαιροποιημένους τις επικαιροποιημένες τα επικαιροποιημένα
     κλητική επικαιροποιημένοι επικαιροποιημένες επικαιροποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικαιροποιημένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή

επικαιροποιημένος, -η, -ο

  • (νεολογισμός) που έχει επικαιροποιηθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.