επικάλυμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επικάλυμμα τα επικαλύμματα
      γενική του επικαλύμματος των επικαλυμμάτων
    αιτιατική το επικάλυμμα τα επικαλύμματα
     κλητική επικάλυμμα επικαλύμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικάλυμμα < αρχαία ελληνική ἐπικάλυμμα

Ουσιαστικό

επικάλυμμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.