επιβιβασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιβιβασμός | οι | επιβιβασμοί |
| γενική | του | επιβιβασμού | των | επιβιβασμών |
| αιτιατική | τον | επιβιβασμό | τους | επιβιβασμούς |
| κλητική | επιβιβασμέ | επιβιβασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
επιβιβασμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.