επαρχιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επαρχιώτικος | η | επαρχιώτικη | το | επαρχιώτικο |
| γενική | του | επαρχιώτικου | της | επαρχιώτικης | του | επαρχιώτικου |
| αιτιατική | τον | επαρχιώτικο | την | επαρχιώτικη | το | επαρχιώτικο |
| κλητική | επαρχιώτικε | επαρχιώτικη | επαρχιώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επαρχιώτικοι | οι | επαρχιώτικες | τα | επαρχιώτικα |
| γενική | των | επαρχιώτικων | των | επαρχιώτικων | των | επαρχιώτικων |
| αιτιατική | τους | επαρχιώτικους | τις | επαρχιώτικες | τα | επαρχιώτικα |
| κλητική | επαρχιώτικοι | επαρχιώτικες | επαρχιώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επαρχιώτικος < επαρχιώτης + -ικος
Μεταφράσεις
επαρχιώτικος
|
→ δείτε τη λέξη επαρχιακός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.