επανεμφανιζόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επανεμφανιζόμενος η επανεμφανιζόμενη το επανεμφανιζόμενο
      γενική του επανεμφανιζόμενου της επανεμφανιζόμενης του επανεμφανιζόμενου
    αιτιατική τον επανεμφανιζόμενο την επανεμφανιζόμενη το επανεμφανιζόμενο
     κλητική επανεμφανιζόμενε επανεμφανιζόμενη επανεμφανιζόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επανεμφανιζόμενοι οι επανεμφανιζόμενες τα επανεμφανιζόμενα
      γενική των επανεμφανιζόμενων των επανεμφανιζόμενων των επανεμφανιζόμενων
    αιτιατική τους επανεμφανιζόμενους τις επανεμφανιζόμενες τα επανεμφανιζόμενα
     κλητική επανεμφανιζόμενοι επανεμφανιζόμενες επανεμφανιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επανεμφανιζόμενος < επανεμφανίζομαι

Μετοχή

επανεμφανιζόμενος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.