επαναπροώθηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επαναπροώθηση | οι | επαναπροωθήσεις |
| γενική | της | επαναπροώθησης* | των | επαναπροωθήσεων |
| αιτιατική | την | επαναπροώθηση | τις | επαναπροωθήσεις |
| κλητική | επαναπροώθηση | επαναπροωθήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επαναπροωθήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επαναπροώθηση < επαναπροωθώ + -ση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επαναπροώθηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.