επαναπροωθώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επαναπροωθώ | επαναπροωθούσα | θα επαναπροωθώ | να επαναπροωθώ | επαναπροωθώντας | |
| β' ενικ. | επαναπροωθείς | επαναπροωθούσες | θα επαναπροωθείς | να επαναπροωθείς | (επαναπροώθει) | |
| γ' ενικ. | επαναπροωθεί | επαναπροωθούσε | θα επαναπροωθεί | να επαναπροωθεί | ||
| α' πληθ. | επαναπροωθούμε | επαναπροωθούσαμε | θα επαναπροωθούμε | να επαναπροωθούμε | ||
| β' πληθ. | επαναπροωθείτε | επαναπροωθούσατε | θα επαναπροωθείτε | να επαναπροωθείτε | επαναπροωθείτε | |
| γ' πληθ. | επαναπροωθούν(ε) | επαναπροωθούσαν(ε) | θα επαναπροωθούν(ε) | να επαναπροωθούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επαναπροώθησα | θα επαναπροωθήσω | να επαναπροωθήσω | επαναπροωθήσει | ||
| β' ενικ. | επαναπροώθησες | θα επαναπροωθήσεις | να επαναπροωθήσεις | επαναπροώθησε | ||
| γ' ενικ. | επαναπροώθησε | θα επαναπροωθήσει | να επαναπροωθήσει | |||
| α' πληθ. | επαναπροωθήσαμε | θα επαναπροωθήσουμε | να επαναπροωθήσουμε | |||
| β' πληθ. | επαναπροωθήσατε | θα επαναπροωθήσετε | να επαναπροωθήσετε | επαναπροωθήστε | ||
| γ' πληθ. | επαναπροώθησαν επαναπροωθήσαν(ε) |
θα επαναπροωθήσουν(ε) | να επαναπροωθήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επαναπροωθήσει | είχα επαναπροωθήσει | θα έχω επαναπροωθήσει | να έχω επαναπροωθήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επαναπροωθήσει | είχες επαναπροωθήσει | θα έχεις επαναπροωθήσει | να έχεις επαναπροωθήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επαναπροωθήσει | είχε επαναπροωθήσει | θα έχει επαναπροωθήσει | να έχει επαναπροωθήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επαναπροωθήσει | είχαμε επαναπροωθήσει | θα έχουμε επαναπροωθήσει | να έχουμε επαναπροωθήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επαναπροωθήσει | είχατε επαναπροωθήσει | θα έχετε επαναπροωθήσει | να έχετε επαναπροωθήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επαναπροωθήσει | είχαν επαναπροωθήσει | θα έχουν επαναπροωθήσει | να έχουν επαναπροωθήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.