επαμφοτερισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επαμφοτερισμός | οι | επαμφοτερισμοί |
| γενική | του | επαμφοτερισμού | των | επαμφοτερισμών |
| αιτιατική | τον | επαμφοτερισμό | τους | επαμφοτερισμούς |
| κλητική | επαμφοτερισμέ | επαμφοτερισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επαμφοτερισμός < ελληνιστική κοινή ἐπαμφοτερισμός < αρχαία ελληνική ἐπαμφοτερίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.